- μουσοφιλής
- μουσοφιλήςloving the Musesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μουσοφιλής — ές (Α μουσοφιλής, ές) προσφιλής στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + φιλής (< φίλος) πρβλ. θεο φιλής] … Dictionary of Greek
CONVIVIA Tempestiva — dicebantur Veterib. quae, uttemporius iniri, sic serius finiri, moris erat: adeo quidem, ut etiam in multam noctem prottaherentur, et usque ad Gallicantum; quod festis inprimis fiebat diebus. De die fieri dicebantur, Catullo, Epigr. 48. v. 5. Vos … Hofmann J. Lexicon universale
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek